- ηγεμονοπρεπής
- -έςαυτός που αρμόζει σε ηγεμόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, -όνος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, ευ-πρεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηγεμονοπρέπεια — η η ιδιότητα τού ηγεμονοπρεπούς, η βασιλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμονοπρεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek